αυτοσύστατος

αυτοσύστατος
η , ο [ος , ον ] рекомендующий, представляющий сам себя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυτοσύστατος" в других словарях:

  • αὐτοσύστατος — self constituting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσύστατον — αὐτοσύστατος self constituting masc/fem acc sg αὐτοσύστατος self constituting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσυστάτου — αὐτοσύστατος self constituting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσυστάτων — αὐτοσύστατος self constituting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσύστατοι — αὐτοσύστατος self constituting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιοσύστατος — η, ο 1. που έχει δική του σύσταση (υπόσταση), που υπάρχει από μόνος του. 2. που συστήνεται μόνος του, αυτοσύστατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»